18.11.06
Ένα Σάββατο στο super market.
Μόλις γύρισα από το super market.
Το σκηνικό πανομοιότυπο κάθε Σάββατο: Στο συνοικιακό super market, το οποίο προσπαθεί να χωρέσει στα ράφια του όσο περισσότερα πράγματα μπορεί, οι διάδρομοι χωρούν μετά βίας 2 άτομα πλάι πλάι και για καρότσι ούτε συζήτηση. Το πάρκινγκ ανύπαρκτο, το να πας δε με άλλον έναν να ψωνίσετε παρέα φαντάζει επιστημονική φαντασία.
Την ώρα που ψωνίζεις οι υπάλληλοι γεμίζουν συνεχώς τα ράφια με αποτέλεσμα να προσπαθείς να πάρεις το βούτυρο τεντώνοντας το σώμα σου πάνω από την κοπελιά που ξαναγεμίζει το κάτω ράφι με τα γιαούρτια και σκύβει το κεφάλι της προκειμένου να τινάξεις το χέρι του Τιραμόλα, με την μέγιστη ταχύτητα, να βουτήξεις το βούτυρο, την ίδια στιγμή που ένας απελπισμένος κύριος έχει γίνει ο μισός, καθώς χώνεται στο μεσαίο ράφι για να πάρει γάλα, ανάμεσα από σένα στα βούτυρα και την υπάλληλο με τα γιαούρτια.
Η κατάσταση, λοιπόν, μοιάζει ή με αυτοσχέδια χορογραφία, την οποία χορεύουν οι πιο ευγενικοί και πρακτικοί πελάτες ή με τεράστια παρτούζα, στην οποία συμμετέχουν οι πιο τσαμπουκαλεμένοι και «είμαι ο μόνος που ψωνίζει εδώ μέσα» πελάτες.
Κάθε φορά που, για λόγους ανωτέρας βίας, πρέπει να πάω για ψώνια το Σάββατο, παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν μπω, σηκώνω τα μανίκια και ετοιμάζομαι να παίξω τα συγκρουόμενα καλάθια, με όλη τη γειτονιά. Έτσι και σήμερα, πήγα, ψώνισα χορεύοντας και νίκησα στους πόντους έναν τύπο που ψώνιζε μάλλον την ίδια λίστα με μένα και κουτουλάγαμε τα καλάθια μας μπροστά σε κάθε ράφι, ήμουν η πιο γρήγορη στις σακούλες και βγήκα έξω ασθμαίνοντας, αφού με τράκαρε ένας «είμαι ο μόνος που ψωνίζει εδώ μέσα», ο οποίος αντί να μπει από την είσοδο, μπήκε από την έξοδο και μου έφαγε τον ώμο.
Με τις σακούλας ανά χείρας ανέβηκα την ανηφοριά για το σπίτι, παρακαλώντας για μια γερή τζούρα τσιγάρου και 15 τζούρες καφέ, όπου μία κυρία γύρω στα 70 έρχεται από την αντίθετη πλευρά. Μιας και δεν χωρούν δύο λωρίδες πεζών στο πεζοδρόμιο, σταματάω, κάνω ένα βηματάκι στην εσοχή της πολυκατοικίας και αφήνω την κυρία να περάσει πρώτη. Και μένω άναυδη. Η κυρία κάνει τις ίδιες κινήσεις με μένα και μου λέει κάτι. Αφήνω τις σακούλες κάτω, βγάζω τα ακουστικά από τα αυτιά (δεν ξεπερνιέται χωρίς μουσική το περπάτημα με σακούλες) και την ρωτάω:
- "Παρακαλώ; Συγγνώμη, αλλά δεν σας άκουσα. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;"
- "Τίποτα, δεσποινίς μου, σας είπα ότι προηγείστε" (Με ένα απίστευτο χαμόγελο)
- .....(είχα μείνει μαλάκας)
- (Συνέρχομαι) "Ευχαριστώ, δεν υπάρχει πρόβλημα, περάστε εσείς πρώτη"
- "Αλίμονο, δεν θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ την ηλικία μου, όταν κουβαλάτε τόσες σακούλες!!! Παρακαλώ..."
- .....(Ξαναμένω μαλάκας)
- "Είστε καλά; Χρειάζεστε κάποια βοήθεια;"
- "...Εεεεε...όχι τίποτα...σας ευχαριστώ πολύ...να είστε καλά..."
Περνάω πρώτη, συνέχισε η κάθε μια τον δρόμο της και ξέχασα ότι είχα πάει super market...
Το σκηνικό πανομοιότυπο κάθε Σάββατο: Στο συνοικιακό super market, το οποίο προσπαθεί να χωρέσει στα ράφια του όσο περισσότερα πράγματα μπορεί, οι διάδρομοι χωρούν μετά βίας 2 άτομα πλάι πλάι και για καρότσι ούτε συζήτηση. Το πάρκινγκ ανύπαρκτο, το να πας δε με άλλον έναν να ψωνίσετε παρέα φαντάζει επιστημονική φαντασία.
Την ώρα που ψωνίζεις οι υπάλληλοι γεμίζουν συνεχώς τα ράφια με αποτέλεσμα να προσπαθείς να πάρεις το βούτυρο τεντώνοντας το σώμα σου πάνω από την κοπελιά που ξαναγεμίζει το κάτω ράφι με τα γιαούρτια και σκύβει το κεφάλι της προκειμένου να τινάξεις το χέρι του Τιραμόλα, με την μέγιστη ταχύτητα, να βουτήξεις το βούτυρο, την ίδια στιγμή που ένας απελπισμένος κύριος έχει γίνει ο μισός, καθώς χώνεται στο μεσαίο ράφι για να πάρει γάλα, ανάμεσα από σένα στα βούτυρα και την υπάλληλο με τα γιαούρτια.
Η κατάσταση, λοιπόν, μοιάζει ή με αυτοσχέδια χορογραφία, την οποία χορεύουν οι πιο ευγενικοί και πρακτικοί πελάτες ή με τεράστια παρτούζα, στην οποία συμμετέχουν οι πιο τσαμπουκαλεμένοι και «είμαι ο μόνος που ψωνίζει εδώ μέσα» πελάτες.
Κάθε φορά που, για λόγους ανωτέρας βίας, πρέπει να πάω για ψώνια το Σάββατο, παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν μπω, σηκώνω τα μανίκια και ετοιμάζομαι να παίξω τα συγκρουόμενα καλάθια, με όλη τη γειτονιά. Έτσι και σήμερα, πήγα, ψώνισα χορεύοντας και νίκησα στους πόντους έναν τύπο που ψώνιζε μάλλον την ίδια λίστα με μένα και κουτουλάγαμε τα καλάθια μας μπροστά σε κάθε ράφι, ήμουν η πιο γρήγορη στις σακούλες και βγήκα έξω ασθμαίνοντας, αφού με τράκαρε ένας «είμαι ο μόνος που ψωνίζει εδώ μέσα», ο οποίος αντί να μπει από την είσοδο, μπήκε από την έξοδο και μου έφαγε τον ώμο.
Με τις σακούλας ανά χείρας ανέβηκα την ανηφοριά για το σπίτι, παρακαλώντας για μια γερή τζούρα τσιγάρου και 15 τζούρες καφέ, όπου μία κυρία γύρω στα 70 έρχεται από την αντίθετη πλευρά. Μιας και δεν χωρούν δύο λωρίδες πεζών στο πεζοδρόμιο, σταματάω, κάνω ένα βηματάκι στην εσοχή της πολυκατοικίας και αφήνω την κυρία να περάσει πρώτη. Και μένω άναυδη. Η κυρία κάνει τις ίδιες κινήσεις με μένα και μου λέει κάτι. Αφήνω τις σακούλες κάτω, βγάζω τα ακουστικά από τα αυτιά (δεν ξεπερνιέται χωρίς μουσική το περπάτημα με σακούλες) και την ρωτάω:
- "Παρακαλώ; Συγγνώμη, αλλά δεν σας άκουσα. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;"
- "Τίποτα, δεσποινίς μου, σας είπα ότι προηγείστε" (Με ένα απίστευτο χαμόγελο)
- .....(είχα μείνει μαλάκας)
- (Συνέρχομαι) "Ευχαριστώ, δεν υπάρχει πρόβλημα, περάστε εσείς πρώτη"
- "Αλίμονο, δεν θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ την ηλικία μου, όταν κουβαλάτε τόσες σακούλες!!! Παρακαλώ..."
- .....(Ξαναμένω μαλάκας)
- "Είστε καλά; Χρειάζεστε κάποια βοήθεια;"
- "...Εεεεε...όχι τίποτα...σας ευχαριστώ πολύ...να είστε καλά..."
Περνάω πρώτη, συνέχισε η κάθε μια τον δρόμο της και ξέχασα ότι είχα πάει super market...
Από την Artanis στις 5:33 μ.μ. |
20 comments