Το σκηνικό πανομοιότυπο κάθε Σάββατο: Στο συνοικιακό super market, το οποίο προσπαθεί να χωρέσει στα ράφια του όσο περισσότερα πράγματα μπορεί, οι διάδρομοι χωρούν μετά βίας 2 άτομα πλάι πλάι και για καρότσι ούτε συζήτηση. Το πάρκινγκ ανύπαρκτο, το να πας δε με άλλον έναν να ψωνίσετε παρέα φαντάζει επιστημονική φαντασία.
Την ώρα που ψωνίζεις οι υπάλληλοι γεμίζουν συνεχώς τα ράφια με αποτέλεσμα να προσπαθείς να πάρεις το βούτυρο τεντώνοντας το σώμα σου πάνω από την κοπελιά που ξαναγεμίζει το κάτω ράφι με τα γιαούρτια και σκύβει το κεφάλι της προκειμένου να τινάξεις το χέρι του Τιραμόλα, με την μέγιστη ταχύτητα, να βουτήξεις το βούτυρο, την ίδια στιγμή που ένας απελπισμένος κύριος έχει γίνει ο μισός, καθώς χώνεται στο μεσαίο ράφι για να πάρει γάλα, ανάμεσα από σένα στα βούτυρα και την υπάλληλο με τα γιαούρτια.
Η κατάσταση, λοιπόν, μοιάζει ή με αυτοσχέδια χορογραφία, την οποία χορεύουν οι πιο ευγενικοί και πρακτικοί πελάτες ή με τεράστια παρτούζα, στην οποία συμμετέχουν οι πιο τσαμπουκαλεμένοι και «είμαι ο μόνος που ψωνίζει εδώ μέσα» πελάτες.
Κάθε φορά που, για λόγους ανωτέρας βίας, πρέπει να πάω για ψώνια το Σάββατο, παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν μπω, σηκώνω τα μανίκια και ετοιμάζομαι να παίξω τα συγκρουόμενα καλάθια, με όλη τη γειτονιά. Έτσι και σήμερα, πήγα, ψώνισα χορεύοντας και νίκησα στους πόντους έναν τύπο που ψώνιζε μάλλον την ίδια λίστα με μένα και κουτουλάγαμε τα καλάθια μας μπροστά σε κάθε ράφι, ήμουν η πιο γρήγορη στις σακούλες και βγήκα έξω ασθμαίνοντας, αφού με τράκαρε ένας «είμαι ο μόνος που ψωνίζει εδώ μέσα», ο οποίος αντί να μπει από την είσοδο, μπήκε από την έξοδο και μου έφαγε τον ώμο.
Με τις σακούλας ανά χείρας ανέβηκα την ανηφοριά για το σπίτι, παρακαλώντας για μια γερή τζούρα τσιγάρου και 15 τζούρες καφέ, όπου μία κυρία γύρω στα 70 έρχεται από την αντίθετη πλευρά. Μιας και δεν χωρούν δύο λωρίδες πεζών στο πεζοδρόμιο, σταματάω, κάνω ένα βηματάκι στην εσοχή της πολυκατοικίας και αφήνω την κυρία να περάσει πρώτη. Και μένω άναυδη. Η κυρία κάνει τις ίδιες κινήσεις με μένα και μου λέει κάτι. Αφήνω τις σακούλες κάτω, βγάζω τα ακουστικά από τα αυτιά (δεν ξεπερνιέται χωρίς μουσική το περπάτημα με σακούλες) και την ρωτάω:
- "Παρακαλώ; Συγγνώμη, αλλά δεν σας άκουσα. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;"
- "Τίποτα, δεσποινίς μου, σας είπα ότι προηγείστε" (Με ένα απίστευτο χαμόγελο)
- .....(είχα μείνει μαλάκας)
- (Συνέρχομαι) "Ευχαριστώ, δεν υπάρχει πρόβλημα, περάστε εσείς πρώτη"
- "Αλίμονο, δεν θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ την ηλικία μου, όταν κουβαλάτε τόσες σακούλες!!! Παρακαλώ..."
- .....(Ξαναμένω μαλάκας)
- "Είστε καλά; Χρειάζεστε κάποια βοήθεια;"
- "...Εεεεε...όχι τίποτα...σας ευχαριστώ πολύ...να είστε καλά..."
Περνάω πρώτη, συνέχισε η κάθε μια τον δρόμο της και ξέχασα ότι είχα πάει super market...
Από σύμπτωση, το σούπερ μάρκετ ήταν αυτό που με έκανε να καταλάβω τι ήταν αυτό που μου έλειπε όταν γύρισα στην Ελλάδα: χώρος. Δεν υπάρχει χώρος να περπατήσεις στα πεζοδρόμια, να παρκάρεις, να κυκλοφορήσεις στο δρόμο, να σταθείς στο λεωφορείο. Αυτά είναι ελληνική πραγματικότητα και ίσως γι αυτό δεν τα αντιλήφθηκα – στο σούπερ μάρκετ όμως, όπου ψωνίζεις σε διαδρόμους-τούνελ, και όπου υποτίθεται ότι σε προσέχουν, σε δελεάζουν για να ψωνίσεις περισσότερα και να βγεις χαρούμενος, χτυπάει πιο έντονα.
Και όντως, ποτέ Σάββατο στο σούπερ μάρκετ. Εάν πάλι είναι απαραίτητο, καλύτερη ώρα είναι μεσημέρι, μεταξύ τρεις και πέντε (αν και τότε, παίζεις ρουλέτα για το τι έχει μείνει στα ράφια).
Κερασάκι: κάποια άφησε το καλάθι στην ουρά του ταμείου, έκανε τα ψώνια και απαιτούσε στη ζούλα τη σειρά που κρατούσε… το καλάθι! Εκεί ναι, την πρόσβαλα.
Και η επανένταξή μου, που δύσκολα ξεχνιέται: πρώτες μέρες στην Ελλάδα, μετά από χρόνια απουσίας. Πάω ν’ ανέβω στο λεωφορείο και περιμένω να πάρει το πόδι της από το σκαλί η κυρία μπροστά μου για να ανέβω εγώ. Κλείνουν οι πόρτες μπροστά στα μούτρα μου και το λεωφορείο φεύγει. Στο επόμενο, έσπρωχνα κι εγώ: ο τέλειος εγκλιματισμός…
Πουλικάκος, στο super market, το θυμάσαι;
Υπάρχουν πάντα άνθρωποι ευγενείς, ανάμεσα μας κι ας είναι λίγοι.
Νησάκια μικρά, που χάνονται, στην πλημμύρα των υπολοίπων...
George Sou, 21/11/06 10:44 μ.μ.
τι σου είναι τελικά ένας γλυκός άνθρωπος.... σου φτιάχνει τη μέρα!!!
Πριν έρθω στη Γερμανία,ζούσα στο κέντρο της Αθήνας... πλατεία Βικτωρίας... καλό???
όταν στριμωχνόμουν κι εγώ στο Σούπερ μάρκετ μου έρχονταν πάντα στο μυαλό οι γκαρσονιέρες που νοικιάζουν σε φοιτητές κυρίως,όπου η λεκάνη βρίσκεται κάτω σχεδόν απο το νιπτήρα,το καζανάκι πάνω απο τον καθρέφτη του νιπτήρα και η πόρτα όταν ανοίγει χτυπάει πάνω στη λεκάνη.... Το στρίμωγμα έ?
Κάποτε η ζωή μάς εκπλησσει με την ευγένειά της.
Με πολλή αγάπη και πολλά φιλιά
Α.
ΥΓ. Καρδούλα, έχεις πολλούς και θερμούς χαιρετισμούς από τον Κ. Με ρωτάει συνεχώς πώς είσαι!
paragrafos, 25/11/06 3:38 π.μ.
Εγώ ντρέπομαι το πώς έχουμε καταντήσει τη ζωή αυτών των ανθρώπων... Που έζησαν μια ζωή πιο ήρεμη, με πολύ μεγαλύτερες στερήσεις και προβλήματα ίσως, αλλά σε πολύ πιο ανθρώπινες, φιλικές συνθήκες... Εδω που πια κανείς δεν ξέρει κανέναν, όλοι φερόμαστε γαιδουρινά, και μερικές γριούλες - και γέροι δλδ- έχουν μεταμορφωθεί σε τέρατα για να επιβιώσουν! Ευτυχώς αρτάνις μου εσύ πέτυχες μια από τις καλές, τις ακόμη ευγενικές... Τέτοια θέλω να γίνω κι εγώ όταν γεράσω! ΑΜΑ γεράσω δλδ και δεν πάω από κάνα έμφραγμα με όλ ααυτά που γίνονται...
:)))
Aphrodite, 30/11/06 11:23 μ.μ.
Παιδιά, συγγνώμη που δεν σας έγραψα τόσο καιρό, αλλά ψιλοέπηξα και οι τελευταιες 3 εβδομάδες ήταν η δραματοποίηση όλων των νόμων του Μέρφι, μαζί, ταυτοχρόνως, άνω, κάτω και πλαγίως. Με επίλογο ότι από χτες είμαι άρρωστη με ίωση και χάσαμε την σημερινή μπλογκομάζωξη με επιτραπέζια και άντε τώρα!
Μπου χουουου....
Αψού!
Ελπίζω αύριο να αισθάνομαι καλύτερα και να ποστάρω τίποτα.
Σας ευχαριστώ όλους που περάσατε και από αύριο να έχουμε καλή εβδομάδα, χωρίς νόμους του Μέρφι!
Φιλιά!!!!
Άχου!Τι καλούλα!
Γουστάρω τέτοιες φάσεις στον δρόμο και γενικώς χαμογελάκια:)Υπάρχουν και ευγενικοί άνθρωποι.
(σαν πολύ στριμωγμένη δεν είναι η γειτονιά σου; )
exilio, 18/11/06 8:54 μ.μ.