Οι δύο τελευταίες μέρες της ζωής μου.
«SHE TARZAN, ME JANE”Τίτλοι αρχής.
(Προχτές τηλεφωνεί η λογίστρια στη μαμά μου.
«Αύριο πρέπει να μου φέρετε τα χαρτιά της μητέρας σας.
Η προθεσμία λήγει το μεσημέρι. Θα στείλουμε τη δήλωση ηλεκτρονικά.»)
Σκηνή 1η.
Τετάρτη. Ώρα 10:00 το πρωί.
Η μαμά μου ξεκινά για το λογιστικό γραφείο, κουνιστή και λυγιστή. Μπροστά από το αστυνομικό τμήμα, πατάει σε μια λακκούβα, γυρνάει ο δεξιός αστράγαλος, συνειδητοποιεί ότι πέφτει, ρίχνει το βάρος στο αριστερό πόδι, προσγειώνεται στο αριστερό γόνατο, στηρίζεται στο αριστερό χέρι. Οι αστυνομικοί φρουροί βλέπουν ένα φορτηγάκι να περνά από δίπλα της κι εκείνη να σωριάζεται. «Ο μαλάκας τη χτύπησε κι έφυγε!» Τη βουτά από τους ώμους ένας 2μετρος μπάτσος, οι υπόλοιποι κυνηγούν το φορτηγό, εκείνη φωνάζει: «Όχι, μόνη μου έπεσα. Εγώ είμαι μαλάκας.»
Ευχαριστεί για τη βοήθεια και παίρνει την κατηφόρα, μη φάμε πρόστιμο για ληξιπρόθεσμη δήλωση. Στο τέλος της κατηφόρας νιώθει την υπόταση να «χτυπά». Αρχή λιποθυμίας. Πιάνεται από ένα στύλο, αρχίζει και παραπαίει. Οι περαστικοί την κοιτούν. «Μόλις θα πήρε τη δόση της. Κρίμα, στην ηλικία της». Συνέρχεται, βουτάει ένα ταξί, φτάνει στη λογίστρια, της λέει τι έπαθε. «Πω πω, τι πάθατε κυρία Κ., και να φανταστείτε ότι δεν χρειαζόταν τελικά να έρθετε. Μπερδέψαμε το Α.Φ.Μ. του πατέρας σας με αυτό της μητέρας σας. Έχουμε χρόνο. Μέχρι τις 30 Ιουνίου.»
Σκηνή 2η.
Ώρα 11:00
Βρίζοντας τους θεούς και τους δαίμονες τουτουνού του κόσμου, κουτσαίνοντας και ασθμαίνοντας, ψάχνει ταξί για να πάει στο νοσοκομείο και να βγάλει ακτινογραφία στο γόνατο. Δεν μπορεί να το πατήσει, να το κουνήσει, τίποτα. «Λες, να το έσπασα;» Θυμάται ότι δεν έχει σηκώσει λεφτά από την τράπεζα. Η κόρη της, όμως, θα περάσει από την Αθήνα να παραλάβει το οξυγόνο της γιαγιάς. Στο δρόμο της είναι το νοσοκομείο, θα σηκώσει λεφτά, θα φύγει μετά, θα πάει στις πρόβες και τα μαθήματα. Πατάει την ταχεία κλήση «το παιδί μου» και φωνάζει: «Ταξίίίί».
Σκηνή 3η.
Ώρα 11:00
Είμαι στο λεωφορείο, μόλις είχα τελειώσει το πρώτο μάθημα, ο Red FM ουρλιάζει στο Mp3, διαβάζω τα πολιτιστικά στην «Ελευθεροτυπία», κάποιος ανέβηκε με δυο σακούλες ψάρια, χτυπάει το τηλέφωνο. Αναγνώριση κλήσεων: «Η μαμούλα μου».
«Έλα, ναι θα μπω στο μετρό σε λίγο, εντάξει με τα χαρτιά της γιαγιάς; Τι, πού; Χτύπησες πολύ; Α, πάλι καλά. Τον αστράγαλό σου, μόνο; Ναι, θα περάσω από την τράπεζα, σε 10 λεπτά θα σε βρω στα εξωτερικά ιατρεία.» Γνωρίζοντας τις ταρζανιές τις μάνας μου (δεν θα πήγαινε ποτέ να βγάλει ακτινογραφία για στραμπούληγμα), συμπέρανα ότι έσπασε το χέρι της, το πόδι της, το κεφάλι της ή και τα τρία μαζί.
Σκηνή 4η.
Ώρα 11:10
Στη διαδρομή για την κλινική τηλεφωνώ στην εταιρία για το οξυγόνο, «ναι, αύριο στις 12:00», ακυρώνω μαθήματα και πρόβες.
Μπαίνω στα επείγοντα, τη βλέπω με κλαμένα μάτια, μου κόβονται τα πόδια. (Έχει απίστευτη αντοχή στον πόνο και άμα έχει κλάψει εξ αιτίας του, σημαίνει ότι η κατάσταση είναι σοβαρή).
«Τι έπαθες, ρε μάνα;»
«Ε, να, ξέρεις…» και μου διηγείται την ιστορία, με ιδιαίτερη μνεία στο σημείο με τους μπάτσους. Βγάζει ακτινογραφίες, την εξετάζει ο ορθοπεδικός, βγαίνει από το εξεταστήριο να πάρει κάτι και τον ρωτάω:
«Σας είπε ότι λιποθύμησε μετά από την πτώση;»
«Τι; Όχι!»
Παίρνει έναν νευρολόγο, βγάζουν γνωμάτευση.
"Βαριά κάκωση και υγρό στο αριστερό γόνατο, διάστρεμμα στον δεξί αστράγαλο, το χέρι της τραντάχτηκε. Αρνήθηκε να της βάλουμε νάρθηκα. Είναι αγύριστο κεφάλι, πάλι καλά που μας είπατε για την λιποθυμία, αλλά δεν είναι τίποτα. Πιθανότατα της έπεσε απότομα η πίεση. ΑΚΙΝΗΣΙΑ 4 μέρες και βλέπουμε.»
“ME TARZAN, SHE JANE”Σκηνή 5η.
Ώρα 18:00
Αφού της έφτιαξα το ντιβάνι στο σαλόνι με όλα τα καλούδια και τη βόλεψα με όλα τα μαξιλάρια του σπιτιού, πετάχτηκα προς ανεύρεση τροφής στο διπλανό δέντρο, συγγνώμη, σπηλιά, φτου σου, super market. Και φυσικά γύρισα με το Madame Figaro και τις αγαπημένες της σοκολάτες, που ζύγιζαν όσο το κοτόπουλο και οι 5 σακούλες από το δέντρο, συγγνώμη, σπηλιά, φτου σου, super market. Φτιάχνω στα γρήγορα το σπίτι, απαντάω στα τηλεφωνήματα συμπαράστασης («Έλα, έρχομαι από ‘κει, να φέρω και την πάπια;» «Επιτέλους, κι ένας γιατρός που μας επιβεβαίωσε ότι είναι τρελή» κ.λ.π., κ.λ.π.), πετάω κι ένα ψωμί στη ψωμιέρα, καθώς το κοτόπουλο επέπλεε στη μαρινάτα του (λάδι, λεμόνια, πορτοκάλι, δεντρολίβανο, μέλι, μουστάρδα και μπαχαρικά. Μούρλια).
Σκάνε οι πρώτοι εκπρόσωποι της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Σώστε την Artanis από τη μαμά της και τη μαμά της από την Artanis» με αρχηγό τον καλό μου. Η βασιλομήτωρ (στο κρατίδιο που βασιλεύει η γκριφονο-κανισο-κοκερο-τεριέ βασίλισσα κονόμησε τάρτες κι εκλεράκια, καινούριο λουλουδικό για την βεράντα της, παγοκύστες (ιατρικές) και μια επίσκεψη από τη μαμά της-γιαγιά μου, που άρχισε να διεκδικεί το Όσκαρ από την Κατίνα Παξινού. «Αλί, αλί και τρισαλί, τι είν’ αυτό που μας βρήκε.» Ανάμεσα στους καφέδες, το ντάντεμα και το τάισμα της βασίλισσας και της βασιλομήτορος, το βρίσιμο στη γιαγιά «σκάσε και χαμογέλα», κόβω πατάτες και πετάω το κοτόπουλο στο φούρνο.
Γυρνάω να ρωτήσω «θες κάτι άλλο από την κουζίνα, γλυκιά μου;» και τη βλέπω όρθια να παραπατάει, στηριζόμενη σε μία γκλίτσα, στο δρόμο προς το μπάνιο. Βάζει τη γκλίτσα κάπου ανάμεσα σε φλοκάτη και παρκέ, φεύγει η γκλίτσα, φεύγει αεροπορικώς για το μπάνιο η βασιλομήτωρ.
Συμπέρασμα: Χρειαζόμαστε επειγόντως πατερίτσες.
Σκηνή 6η.
Ώρα 20:30
Ακινητοποιημένοι στη Σούτσου. Ακινητοποιημένοι στην Αλεξάνδρας. Ο Red FM ξαναουρλιάζει, αυτή τη φορά από τα ηχεία του αυτοκινήτου. Εγώ με τη φόρμα του σπιτιού και τους μαύρους κύκλους στο σαγόνι κάθομαι με το ένα πόδι ψηλά στο παρμπρίζ. Ο καλός μου, σταχτής από την κούραση, προσπαθεί να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα βρίζοντας κάθε ψυχανώμαλο που πήρε το δίπλωμά του βράδυ. Κάναμε 5 λεπτά να πάρουμε τις πατερίτσες από το σπίτι του και μισή ώρα να τις πάμε στη βασιλομήτωρ. Τηλεφωνώ στο σπίτι, λέω στη φίλη να βάλει τις πατάτες στο κοτόπουλο, να βγάλει το ψωμί, να πνίξει τη μάνα μου κι ερχόμαστε κι εμείς. Παίρνουμε καπνό και coca-cola, με τις πατερίτσες υπό μάλης, ανεβαίνουμε στο σπίτι, η μάνα μου, ακόμα ζωντανή, ξεπατώνει το playstation, της χαλάμε το Ratchet και βάζουμε ειδήσεις. Η βραδιά έληξε με την επιτυχία του στόχου της μη κυβερνητικής οργάνωσης και την κατάστρωση σχεδίων για το μάζεμα της Παρασκευής. Και το ξεκοκάλισμα του κοτόπουλου και του Madame Figaro.
Τίτλοι τέλους.
Πέμπτη
Δεν θέλετε να ξέρετε. Το παρόν post το έγραψα ανάμεσα σε αλλαγές παγοκυστών, παραλαβή και επίδειξη χρήσης οξυγόνου, συγύρισμα και ντάντεμα βασίλισσας και βασιλομήτορος, οι οποίες βγάλανε τα απωθημένα τους η πρώτη στον ύπνο και η δεύτερη στο playstation και το τηλέφωνο.
Μόλις ήρθαν τα σουβλάκια. Ανεβάζω το post και πάω να σαβουροφάμε βλέποντας είτε “Gilmor girls” (Μαμά μου: «Κοίτα, μωρό μου, σαν εμένα και σένα.») είτε κάποιο από τα «ζετεμοειδή» εργάκια που χαζεύουμε όταν είμαστε οι δυο μας και δεν χρειάζεται να το παίζουμε σοβαρές και μορφωμένες. Και μετά μου λένε «Καλέ, πότε θα μας κάνεις ένα μωράκι;;;;». Χα, χα! Καλό! Το άλλο με το Τοτό το ξέρετε;